- θεραπαινίδα
- ηδούλα, υπηρέτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεραπαινίδα — η (Α θεραπαινίς) η θεράπαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεράπαινα + υποκορ. κατάλ. ις (πρβλ. φάσγανον > φασγαν ίς)] … Dictionary of Greek
θεραπαινίδα — θεραπαινίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μαραθώνος — Βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Αγριελίκι, πολύ κοντά στο νεκροταφείο του Βρανά (Πλαταιών 114, Μαραθώνας). Aνεγέρθηκε με δαπάνη του επιχειρηματία Ευγένιου Παναγόπουλου και εγκαινιάστηκε το 1975. Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικά εκθέματα από… … Dictionary of Greek
άβρα — Λέξη σημιτική που αναφέρεται κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη, στη μετάφραση των Ο’. Πρόκειται για την έμπιστη θεραπαινίδα ή την ακόλουθο. Συνώνυμό της είναι η λέξη βάγια. * * * ἅβρα και ἄβρα, η (Α) νεαρή δούλα, έμπιστη τής κυρίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… … Dictionary of Greek
γηθοσύνη — (3ος αι. π.Χ.). Φίλη και αυλική της Βερενίκης, κόρης του Πτολεμαίου Φιλάδελφου και συζύγου του Αντίοχου Β’ του Θεού (261 247 π.Χ.). Όταν η πρώτη σύζυγος του Αντίοχου, Λαοδίκη, δολοφόνησε τη Βερενίκη, η Γ. κατάφερε να πείσει τον λαό πως η… … Dictionary of Greek
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
θεραπνίς — θεραπνίς, ίδος, ἡ (Α) [θεράπνη] (ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα … Dictionary of Greek